- αιτιώμαι
- (-άομαι) (Α αἰτιῶμαι)(αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώαρχ.1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν υπολήπτομαι3. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω κάτι4. προβάλλω κάτι ως αίτιο, δηλώνω, εκθέτω την πραγματική αιτία5. κατηγορούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία ή αίτιος βλ. λ..ΠΑΡ. αιτίαμα, αιτίασις, αιτιατόςαρχ.αἰτιατέον.ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπαιτιῶμαι, καταιτιῶμαι, προσαιτιῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.